- πιθανώτατος
- πιθανόςpersuasivemasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek